καλλισταδίους

καλλισταδίους
καλλιστάδιος
with a fine race-course
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλλιστάδιος — καλλιστάδιος, ον (Α) (για τόπο) αυτός που έχει ωραίο στίβο («Ἀχιλῆος δρόμους καλλισταδίους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στάδιος (< στάδιον), πρβλ. ολιγο στάδιος, ομοιο στάδιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”